-
1 καλλύνω
καλλύνω, schön machen, schmücken; vom Monde Soph. frg. 713 πρόςωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη; reinigen, ausfegen, Poll. 6, 94; Arist. probl. 24, 8, wie pass., Pol. 6, 33, 4. – Uebertr., beschönigen, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ὰλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν ϑέλῃ Soph. Ant. 492; εὐδιάβολον κακόν Plat. Legg. XII, 944 b. – Med. schön thun, sich zieren, prunken, neben ἁβρύνομαι Plat. Apol. 20 c; ἐπί τινι Ael. V. H. 3, 1.
-
2 καλλύνω
2 metaph., gloss over,ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ S.Ant. 496
; εὐδιάβολον κακὸν κ. Pl. Lg. 944b.3 [voice] Med., pride oneself in a thing, Id.Ap. 20c;ἐπί τινι Ael.VH3.19
.II sweep clean, Arist.Pr. 936b27, UPZ79.17 (ii B.C.); ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται [ ἡ πλατεῖα] Plb.6.33.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλύνω
См. также в других словарях:
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek